ἑνώσεως

ἑνώσεως
ἑνώσεω̆ς , ἕνωσις
combination into one
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παπανδρέου, Γεώργιος — (Καλέντζι, Πάτρα 1888 – Αθήνα 1968). Έλληνας πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμο Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία, χρημάτισε νομάρχης Λέσβου (1916), γενικός διοικητής Χίου (1917 20), διώχθηκε και καταδικάστηκε σε 18μηνη φυλάκιση …   Dictionary of Greek

  • Panagiotis Kanellopoulos — (Griechisch: Παναγιώτης Κανελλόπουλος) (* 13. Dezember 1902 in Patras; † 11. September 1986 in Athen) war ein griechischer Soziologe, Geschichtsphilosoph, Rechtswissenschaftler, Lyriker, Politiker und zweimaliger Ministerpräsident …   Deutsch Wikipedia

  • Канеллопулос, Панайотис — Панайотис Канеллопулос греч. Παναγιώτης Κανελλόπουλος …   Википедия

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Παπαναστασίου, Αλέξανδρος — (Τρίπολη 1876 – Αθήνα 1936). Έλληνας πολιτικός και κοινωνιολόγος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κοινωνιολογία στη Γερμανία, ίδρυσε την Ομάδα των Κοινωνιολόγων (1907), υποστήριξε την επανάσταση του 1909, διακηρύσσοντας συγχρόνως την… …   Dictionary of Greek

  • въѥдинениѥ — ВЪѤДИНЕНИ|Ѥ (19), ˫А с. Соединение, объединение; единство: троицѩ въѥдинѥниѥ сирѣчь оц҃а и с҃на и ст҃ааго д҃ха. (τὴν ἑνότητα) КЕ XII, 113а; в калхидонѣ тъкмо въѥдинѥниѥ бысть. (ἕνωσις) Там же, 152а; дъвоу ѥстьствоу въѥдинѥниѥ. (ἕνωσιν) Там же,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Согласительное исповедание 433 г. — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей. Согласительное исповедание 433 года.(уния в 433 года). Решения Эфесского собора 431 года, который проводили …   Википедия

  • αιθυλ- — ή αιθυλο Χημ. πρόθεμα που δηλώνει την παρουσία τής ρίζας τού αιθυλίου (C2H5 ) στο μόριο μιας χημικής ενώσεως …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπισμός — ο Χημ. η μετατροπή μιας αλλοτροπικής μορφής, ενός στοιχείου ή μιας ενώσεως, σε μια άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. allotropism < allo (πρβλ. αλλο ) + tropism (πρβλ. τροπισμός)] …   Dictionary of Greek

  • αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”